κάτι

κάτι
(I)
(Μ κάτι και ὁκάτι[ν])
(αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.)
1. κάποιος, κάποια, κάποιο («έχω κάτι να σού δώσω»)
2. (ως επίρρ.) λίγο, κάπως («αυτά τα ρούχα είναι κάτι καλύτερα από τα άλλα»)
νεοελλ.
1. ως επίθ. μερικοί, -ές, -ά, κάποιοι, -ες, -οια («είδα κάτι ωραία πράγματα»)
2. ως προσδιορισμός για έξαρση ή μείωση («έχει κάτι μάτια»)
3. (ως επίρρ.) δηλώνει έκπληξη, χαρά, θλίψη ή απορία («κάτι χαρούμενο σέ βλέπω»)
4. φρ. α) «νομίζει ότι είναι κάτι» — θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, έχει μεγάλη ιδέα για τον ευατό του
β) «νομίζει ότι κάτι κάνει» — θεωρεί τις πράξεις του πολύ σπουδαίες
γ) «είναι το κάτι άλλο» — είναι πάρα πολύ ωραίο
μσν.
1. (με αρσ. ή θηλ.) ένας, μία, κάποιος, κάποια («άλλος ὁκάτι βασιλεὺς», Καλλίμ. και Χρυσ.)
2. (με άρνηση) τίποτε («ἀπομένεις ἔρημος ὡς μὴ ἔχοντας κάτι», Σπαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν τι
για τον μεν τ. ὁκάτι βλ. κάποιος, κάπου].
————————
(II)
το
1. η πτυχή, η πιέτα, η δίπλα (α. «κάνε το πανί τρία κάτια» β. «έγινε δύο κάτια» — διπλώθηκε στα δύο)
2. καθένα από τα νημάτια από τα οποία αποτελούνται οι κλωστές
3. πάτωμα, όροφος («το σπίτι έχει τρία κάτια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kat].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατί(ν) — κατί(ν), τὸ (Μ) [κάτα] γατάκι …   Dictionary of Greek

  • κάτι — αόρ. αντων. χωρίς γένος και αριθμό 1. κάποιος: Πάμε σε κάτι φίλους. 2. σοβαρό, εξαιρετικό: Νομίζει πως είναι κάτι κι αυτή. 3. κάπως, λίγο: Θέλει κάτι περισσότερο. το πληθ. ια (λ. τουρκ.), δίπλα, πτυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἄτι — ἔτι , ἔτι yet indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιωμένον — κατῑωμένον , κατά ἰόομαι become perf part mp masc acc sg κατῑωμένον , κατά ἰόομαι become perf part mp neut nom/voc/acc sg κατῑωμένον , κατά ἰόω become perf part mp masc acc sg κατῑωμένον , κατά ἰόω become perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίθυνεν — κατί̱θῡνεν , κατιθύνω aor ind act 3rd sg (epic ionic) κατί̱θῡνεν , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (epic ionic) κατίθῡνεν , κατιθύνω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατίθῡνεν , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κατί̱θῡνεν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουσία — Κάτι που πραγματικά υπάρχει. Λέγεται επίσης και για κάτι που ικανοποιεί τη γεύση (το ψωμί χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία). Ως σύνθετη, η λέξη έχει διάφορες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, περιουσία. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στα φιλοσοφικά… …   Dictionary of Greek

  • κατισχνωμένον — κατῑσχνωμένον , κατά ἰσχνόω make dry perf part mp masc acc sg κατῑσχνωμένον , κατά ἰσχνόω make dry perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίστα — κατί̱στᾱ , καθίστημι set down imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατίστᾱ , καθίστημι set down pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατί̱στᾱ , καθιστάω imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίσχανον — κατί̱σχανον , κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 3rd pl (epic) κατί̱σχανον , κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 1st sg (epic) κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 3rd pl (epic) κατά ἰσχάνω hold in check imperf ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίσχυκε — κατί̱σχῡκε , κατισχύω overpower perf imperat act 2nd sg κατί̱σχῡκε , κατισχύω overpower perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”